Ἑρμησιάνακτα

Ἑρμησιάνακτα
Ἑρμησιάνᾱκτα , Ἑρμησιάναξ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεόντιον — I Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αχαΐας, κοντά στον Άνω Σελινούντα, βόρεια της Τριταίας. Ήταν μέλος της Αχαϊκής συμπολιτείας. 2. Πεδιάδα της Σικελίας, όπου χτίστηκε η πόλη Λεοντίνοι (βλ. λ.). II Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”